κανατάκι

κανατάκι
το
υποκορ. τού κανάτι*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμφορείδιον — ἀμφορείδιον, το (Α) [ἀμφορεύς] (υποκοριστικό τού ἀμφορεύς), μικρός αμφορέας, κανατάκι …   Dictionary of Greek

  • μποτάρι — το πήλινο δοχείο, κανατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ουσ. *εμποτάρι (< ἐμπότης + άρι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”